εὐστομίας

εὐστομίας
εὐστομίᾱς , εὐστομία
goodness of sound
fem acc pl
εὐστομίᾱς , εὐστομία
goodness of sound
fem gen sg (attic doric aeolic)
εὐστομίᾱς , εὐστομίη
goodness of sound
fem acc pl
εὐστομίᾱς , εὐστομίη
goodness of sound
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ευστομίας — Γένος ακανθοπτερυγίων ψαριών του αθροίσματος των φυσοστόμων, της οικογένειας των στερνοπτυχιδών. Στο γένος αυτό ανήκουν ψάρια τα οποία έχουν σώμα στενό, υποκυλινδρικό και επίμηκες, και στόμα με ισχυρά δόντια. Ο ε. χαρακτηρίζεται από μια μακριά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”